τεχνοκρίτης

τεχνοκρίτης
ο, Ν
αυτός που ασκεί συστηματικά κριτική τών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων και τών έργων τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + κριτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κων. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τεχνοκρίτης — ο ο κριτικός των καλλιτεχνικών έργων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Παλομίνο ντε Κάστρο — (Palomino de Castro, 1653 – 1726). Ισπανός ζωγράφος και τεχνοκρίτης. Διακόσμησε με επιτυχία την Αίθουσα των Ελαφιών στο Πράντο. Το 1693 διακόσμησε το νοσοκομείο της Καλής Επιτυχίας με τοιχογραφίες, τα θέματα των οποίων άντλησε κυρίως από τον βίο… …   Dictionary of Greek

  • κριτής — ο (AM κριτής) [κρίνω] 1. αυτός που κρίνει και αποφασίζει ή αποφαίνεται για κάτι, δικαστής, διαιτητής, τεχνοκρίτης, πραγματογνώμονας κ.λπ. (α. «οι κριτές δυσκολεύτηκαν να επιλέξουν το καλύτερο τραγούδι» β. «ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος... ὃν… …   Dictionary of Greek

  • τεχνοκριτικός — ή, ό, θηλ. ως ουσ. και τεχνοκριτικός Ν 1. αυτός που αναφέρεται στον τεχνοκρίτη ή στην κριτική έργων τέχνης 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η τεχνοκριτικός αυτός που ασχολείται με την κριτική τών έργων τέχνης 3. το θηλ. ως ουσ. η τεχνοκριτική… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Μαυρογιάννης, Γεράσιμος — (Κουρκουμελάτα Κεφαλονιάς 1823 – Κέρκυρα 1905). Ιστορικός και τεχνοκρίτης. Αρχικά ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Το 1863 εξελέγη πληρεξούσιος Κεφαλονιάς στη Β’ Εθνική Συνέλευση και εν συνεχεία βουλευτής Κραναίας. Το 1849 εξέδωσε την εφημερίδα με …   Dictionary of Greek

  • Ντ’ Ορς, Εουχένιο — (Eugeni D’ Ors, Βαρκελώνη 1882 – Βιλιανουέβα ι Χελτρού 1954). Ισπανός φιλόσοφος, δοκιμιογράφος, τεχνοκρίτης και συγγραφέας. Άρχισε τη λογοτεχνική σταδιοδρομία του γράφοντας στην καταλανική γλώσσα, αλλά από το 1920 έως τον θάνατό του έγραψε όλα τα …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμου — Επώνυμο Ελλήνων ζωγράφων. 1. Αριστείδης (Βιέννη 1823 – Αθήνα 1887). Σπούδασε ζωγραφική στη Βενετία και στην Αθήνα. Έζησε και εργάστηκε στη Βιέννη, εκτός από τα τελευταία χρόνια της ζωής του που τα πέρασε στην Αθήνα. Ανήκει στους πρώτους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Παχέκο, Φραγκίσκος — (Pacheco, 1571 – 1654). Ισπανός ζωγράφος. Ήταν ένας από τους ιδρυτές της ζωγραφικής σχολής της Σεβίλης και ιδρυτής καλλιτεχνικής σχολής στη Μαδρίτη, στην οποία, εκτός των άλλων, φοίτησε και ο Βελάσκεθ. Φιλοτέχνησε κυρίως έργα με θρησκευτικά… …   Dictionary of Greek

  • Πραμπολίνι, Ερρίκος — (Prambolini, Mοντένα 1894 – Pώμη 1956). Ιταλός ζωγράφος, σκηνογράφος και τεχνοκρίτης. Ο Π. υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους του φουτουρισμού. Μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο ταξίδεψε πολύ και έζησε για αρκετό καιρό στο Παρίσι. Ασχολήθηκε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”